- συγχρονίσει
- συγχρονίζωspend some time inaor subj act 3rd sg (epic)συγχρονίζωspend some time infut ind mid 2nd sgσυγχρονίζωspend some time infut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαϊλέ Σελασιέ — (Λιτζ Ταφάρι Μακόνεν, Χαράρ 1891 – Αντίς Αμπέμπα 1975). Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας. Γιος του Μακόνεν, εκπαιδεύτηκε από Γάλλους καθολικούς ιεραποστόλους. Το 1916 έγινε σύμβουλος, αντιβασιλιάς και διάδοχος στον θρόνο της αυτοκράτειρας Ζαουντίτου,… … Dictionary of Greek
συγχρονίζω — συγχρόνισα, συγχρονίστηκα, συγχρονισμένος 1. κάνω δύο πράγματα να συμπέσουν χρονικά: Δεν μπόρεσαν να συγχρονίσουν τις ενέργειές τους. – Δεν κατάφερε να συγχρονίσει τα μέλη της χορωδίας. 2. εκμοντερνίζω, προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)